- ἐπλήρωσα
- πληρόωmake fullaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξεπληρώνω — 1. τελειώνω την πληρωμή οφειλής, ξεχρεώνω 2. ανταποδίδω ηθική ή υλική υποχρέωση («κάποια μέρα θα τού τό ξεπληρώσω το καλό που μού έκανε») 3. πληρώνω κάτι ως πρόστιμο ή ως αντιστάθμισμα («να σάς τό ξεπληρώσει ο θεός») 4. εκδικούμαι, τιμωρώ.… … Dictionary of Greek